λυντσάρισμα

λυντσάρισμα
το
βλ. λιντσάρισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιντσάρισμα — και λυντσάρισμα, το [λιντσάρω] τρόπος άμεσης εκτέλεσης ατόμου από εξαγριωμένο πλήθος, χωρίς προηγούμενη νόμιμη διαδικασία, ο οποίος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ από τον δικαστή Τζ. Λυντς …   Dictionary of Greek

  • Ντίρενματ, Φρίντριχ — (Friedrich Durrenmatt, 1921 – 1990). Ελβετός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, γερμανική φιλολογία και ιστορία τέχνης στη Βέρνη και στη Ζυρίχη. Εμφανίστηκε στο θέατρο με το έργο Είναι γραμμένο (1947), αλλά η πρώτη του αληθινή επιτυχία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”